- κακοποιός
- -ά, -ό (AM κακοποιός, -όν)1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιόςκακούργος, εγκληματίαςμσν.1. ανήθικος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόνεπιβουλία, πονηρία, κακίααρχ.1. (για πράγματα) βλαπτικός, επιβλαβής («κακοποιὸς χυλός», Θεόφρ.)2. πονηρός, επίβουλος3. αστρολ. αυτός που προμηνύει κάτι κακό4. φρ. «κακοποιὸν σκεῡος» — πονηρός και κακός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μικρο-ποιός, νωθρο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.